ζαβλακώνω

ζαβλακώνω
μετ.
1) подавлять, подчинять своей воле, подминать под себя; 2) доводить до обалдения, отупения, одурения; με ζαβλάκωσε η ζέστη я одурел от жары;

ζαβλακώνομαι — обалдевать, доходить до одурения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζαβλακώνω" в других словарях:

  • ζαβλακώνω — ζαβλακώνω, ζαβλάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακώνω — ζαβλάκωσα, ζαβλακώθηκα, ζαβλακωμένος, ζαλίζω, αποβλακώνω κάποιον: Ζαβλακώθηκε από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαβλάκωμα — το [ζαβλακώνω] η ζαβλακωμάρα …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»