ζαβλακώνω — ζαβλακώνω, ζαβλάκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… … Dictionary of Greek
ζαβλακώνω — ζαβλάκωσα, ζαβλακώθηκα, ζαβλακωμένος, ζαλίζω, αποβλακώνω κάποιον: Ζαβλακώθηκε από τη ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβλάκωμα — το [ζαβλακώνω] η ζαβλακωμάρα … Dictionary of Greek
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek